- φιλυπόδοχος
- -ον, Αφιλόξενος («ἦν φιλυπόδοχος... καὶ πλείω συνάγων συμπόσια», Διογ. Λαέρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὑποδέχομαι (πρβλ. ὑποδοχή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλυπόδοχος — fond of entertaining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)